- σκυρόδεμα
- béton
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — το υλικό δομής φτιαγμένο από σκύρα, άμμο, τσιμέντο και νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
μπετονιέρα — Μηχανή αναμεικτική, κατάλληλη για την προετοιμασία σκυροδέματος. Στους διάφορους τύπους μ., το βασικό στοιχείο είναι πάντα ένα περιστρεφόμενο κυλινδρικό ή κυλινδροκωνικό (κολουροκωνικό) τύμπανο, εφοδιασμένο εσωτερικά με πτερύγια, στο οποίο… … Dictionary of Greek
μπετόν — και μπετό, το άκλ. 1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα 2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό 3. φρ. «μπετόν αρμέ» σιδηροπαγές σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ.… … Dictionary of Greek
προεντείνω — ΝΑ τεντώνω κάτι προηγουμένως νεοελλ. 1. τεχνολ. υποβάλλω ένα υλικό σε προένταση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προεντεταμένος, η, ο τεχνολ. αυτός που έχει υποστεί προένταση 3. φρ. «προεντεταμένο σκυρόδεμα» τεχνολ. σκυρόδεμα τού οποίου, κατά την… … Dictionary of Greek
σιδηροπαγής — ές, Ν 1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό 2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι), πρβλ. χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek